μισόγελως

μισόγελως
μισόγελως, -έλωτος, ό, ἡ (Α)
αυτός που μισεί, που απεχθάνεται το γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γέλως, -ωτος (πρβλ. φιλό-γελως)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ЕВРИПИД —    • Euripĭdes,          Ευριπίδης, третий между знаменитейшими греческими трагиками, драмы которых уцелели отчасти. Он родился по обыкновенному указанию в 480 г. до Р. X., на острове Саламине, именно в самый день знаменитой морской битвы, как… …   Реальный словарь классических древностей

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”